- παιδολό(γ)ι
- το-γιού, πλήθος παιδιών, αλλ. παιδομάνι και παιδοθέμι, το: Τούτο το παιδολό(γ)ι της γειτονιάς μαζεύεται τ' απομεσήμερο στην πλατεία και χαλάει τον κόσμο με τις φωνές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.